ασυντόνιστος

ασυντόνιστος
η , ο [ος , ον ]
1) некоординированный; несогласованный (об усилиях, действиях); 2) муз. ненастроенный, неподстроенный (о музыкальных инструментах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασυντόνιστος" в других словарях:

  • ασυντόνιστος — η, ο 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει συντονιστεί, που δεν έχει ρυθμιστεί στον ίδιο τόνο με άλλον 2. ο μη εναρμονισμένος, ο μη συγχρονισμένος με κάποιον («ασυντόνιστες ενέργειες») …   Dictionary of Greek

  • ασυντόνιστος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δε γίνεται ταυτόχρονα με κάποιον άλλο ή με την ίδια ένταση: Οι ενέργειες διαφόρων οργανώσεων πάνω στο ζήτημα αυτό ήταν ασυντόνιστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»